Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραΐδιον — κεραΐδιον, τὸ (Α) κεράδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κεράδιον] … Dictionary of Greek
κεράδιον — κερᾴδιον, τὸ (Α) μικρή κεραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. αρχαίος αρχαϊκός). Το ι υπεγράφη, μαρτυρείται όμως και τ. κεραΐδιον] … Dictionary of Greek